περινοίᾳ — περινοίᾱͅ , περίνοια thoughtfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίνοια — thoughtfulness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περινοίας — περινοίᾱς , περίνοια thoughtfulness fem acc pl περινοίᾱς , περίνοια thoughtfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περινοίαις — περίνοια thoughtfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίνοιαν — περίνοια thoughtfulness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίνους — ουν, ΝΑ αυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νους (< νόος, νοῦς)] … Dictionary of Greek
περινενοημένως — Α επίρρ. με περίνοια, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περινενοημένος τού περινοῶ] … Dictionary of Greek
περινόησις — ήσεως, ἡ, Α [περινοώ] 1. περίνοια, σύνεση 2. επίμονη σκέψη … Dictionary of Greek
ՄՏԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0304 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c գ. ՄՏԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ կամ ՄՏԱԽՈՐՀՈՒԹԻՒՆ. περινοία, σύννοια cogitatio, consideratio, consilium. Մտածութիւն. խորհուրդ. խելամտութիւն. *Ի ծովէ բազմացաւ մտախոհութիւն նորա. Սիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)