περίνοια

περίνοια
ἡ, ΜΑ [περίνους]
1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.)
3. απάτη, τέχνασμα
αρχ.
1. σύνεση, ευφυΐα («περίνοιαν καὶ γνῶσιν», Πλάτ.)
2. συζήτηση, ανταλλαγή σκέψεων
3. υπερηφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περινοίᾳ — περινοίᾱͅ , περίνοια thoughtfulness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίνοια — thoughtfulness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοίας — περινοίᾱς , περίνοια thoughtfulness fem acc pl περινοίᾱς , περίνοια thoughtfulness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοίαις — περίνοια thoughtfulness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίνοιαν — περίνοια thoughtfulness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίνους — ουν, ΝΑ αυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νους (< νόος, νοῦς)] …   Dictionary of Greek

  • περινενοημένως — Α επίρρ. με περίνοια, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περινενοημένος τού περινοῶ] …   Dictionary of Greek

  • περινόησις — ήσεως, ἡ, Α [περινοώ] 1. περίνοια, σύνεση 2. επίμονη σκέψη …   Dictionary of Greek

  • ՄՏԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0304 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c գ. ՄՏԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ կամ ՄՏԱԽՈՐՀՈՒԹԻՒՆ. περινοία, σύννοια cogitatio, consideratio, consilium. Մտածութիւն. խորհուրդ. խելամտութիւն. *Ի ծովէ բազմացաւ մտախոհութիւն նորա. Սիր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”